«Το στοίχημα», μια ιστορία στη Λεσβιακή διάλεκτο
Μια απολαυστική, και περιπετειώδης, διήγηση στη λεσβιακή διάλεκτο για έναν
«σεβντά» που κράτησε τέσσερα χρόνια!
Α.Ο.: Ήμουν δικαπέντι χρουνώ τσι τότι φουρούσαμι
κουντά παντιλουνέλλια. Ήμουν αδύνατους, κουκαλιάρς, καμπούρς, κουκδιάρς. Αλλά
ήμουνα γλ’υκός φαίνιτι. Πουρπατούσαμε μ’ ένα φίλου-μ σ-ζμπρουκυμαία. Τότι μας
στέλναν απ’ του χουριό του μνιάτκου, του ουποίου τς πρώτις δυο βδουμάδις
πιρνούσαμι πασάδις, μιτά δύσκουλα τα πράματα. Κι ένα απ’ τα πράματα που
απουλαμβάναμι ήταν βούτυρου μι μέλ’. Λ’οιπόν, αυτό παρινθιτικά του θέτου.
Λ’οιπόν, πουρπατούμι τώρα μ’ ένα φίλου πάνου ζπρουκυμαία κι βλέπουμι απού
μακριά ένα, νουμίζου του λέγαμι καραντί, καραντί νουμίζου θα πει σιλουέτα
νουμίζου, δεν ξέρου αν είναι τούρκικο. Και τουν γκντώ του φίλου-μ. Τ λέγου «Ρε
συ, κοίτα ένας κόμματους πό ’ρχιτι». Μου λέγ’, γέλασι ειρουνικά, κι λέγ’
«Σκούπσι τα σάλια-σ». Ουουου... ιγώ έγινα Τούρκους, γίν’κα Τούρκους, γίν’κα...
του πήρα πουλ’ύ πουλ’ύ κατάκαρδα. Λέου «ρε συ ιγώ αυτή α τ βγάλου, α τ βγάλου
έξου». Λέγ’ «στοίχημα». Ε, τι α βάλουμι; Βούτυρου μι μέλ’. Τσι πήγα τσι έμαθα
πού έμνι. Έμνι στουν Άγιου Βδόκιμου, γω ήμνα ζ-Καλλιθέα. Πήρα έν αραμπά τσ
έβαλα του στρώμα πάνου, του πάπλουμα, βρήκα δουμάτιο κουντά-τς τσι πήγα. Τσι
βρήκα του κουράγιου να τς μλ’ήξου και να... και να τς ιξουμουλουγηθώ, α τα
πουδάρια-μ χτυπούσαν, τα γόνατα-μ χτυπούσαν απού ντ τριμούλα. Τέλους πάντουν,
τέσσιρα χρόνια σιβντάς, τρανός σιβντάς, πουλ’ύ πουλ’ύ σιβντάς. Μάλ’ιστα ένα
πιριστατικό πό’ρχιτι στου μυαλό-μ είνι, είχαν κάν’ει στου δρόμου, εκεί που
έβγινι, που χνόνταν τα νιρά, είχαν σκάψ, κάτ είχι βουλώσ’ κι είχαν βάλ’
σαν’ίδια, ήνταν λάκκους κι είχαν βάλ σαν’ίδια γύρου-γύρου για να μην πέσ
κανένας μέσα. Ιγώ ιρχόμουν για να πάου στου σπίτ κι βλέπου τ γκουπέλα αυτή κι
ήταν ζμπόρτα έτσ στα σκουτνά, μσουσκότνα, καθόταν, μι πιρίμινι. Ακόμα όμους δε
τα ’χαμε ψήσ’. Λοιπόν, μπήκα μέσα, αλλά μ’ έτρουγι του... του... του... του
τζιγιέρ-ιμ. Μ’ έτρουγι... μ’ έτρουγι... αυτή ήνταν απ’ όξου. Γω… λέγου θα βγω
να προυσποιηθώ, να πάγου να πάρου κάτ απ του πιρίπτιρου. Μόλ’ις βγήκα κι τν
είδα, πώς μου ήρθι α πω: «Δεν πλήττετε μόνη σας, δεσποινίς;». Αλλά μι τ... μι
τ...μι τ... μι τν αγουνία πού ’χα, μι του σιβντά πού ’χα, μι του αυτό,
μπιρδεύτκα λ’οιπόν, πέφτου πας στα ξύλα, πέφτου πας του λάκκου. Μ λέγ’ «Βλέπι
βρε μουρέλλ’-ιμ πού παγαίν’ς θα σκουτουθείς μουναχός-σ! Βλέπι πού παγαίν’ς!».
Τσι σκώθκα, τσι τα μάζιψα, τσι ντράπκα, τσι εν είπα τίπουτα. Ύστιρα πέρασαν
μιρικές μέρες και μιτά τ σταμάτσα. Αλλά νουμίζου μι λ’πήστσι κι πια μ’
ερουτεύτσι τσι αυτή, δε ξέρου, πάντους τέσσιρα χρόνια ήνταν όμουρφα.