Άνδρας περιγράφει την πρώτη φορά που εργάστηκε ως πιατάς και τα συναισθήματά του.
Δ.Π.: Έφτασα Σαββάτο απόγευμα. Ήρθανε, με πήρανε απ’ το αεροδρόμιο. Πήγαμε στο σπίτι. Εβάλαμε το ράδιο την ίδια μέρα και τη Κυριακή ακριβώς έπιασα δουλειά.
Επήγα να πιάσω δουλειά. Ήμαστε σ’ ένα steak house. ‘Steak house’ ξέρεις τι θέλει να πει.
ΕΡ.: Ναι ναι ναι.
Δ.Π.: Μπράβο. Λοιπόν, είμαστε στο steak house το οποίο περίμενα,
ήμουνα ο πρώτος και περίμενα στα σκαλιά. Εν τω μεταξύ, ήρθανε κι άλλοι γιατί δεν ξέρανε, αλλά μιλιά ο καθένας, δε μίλαγε.
Δηλαδή να πει «Καλημέρα» και ούτω καθεξής ή bonjour και τα λοιπά. Διότι δεν ήξερε ο ένας με τον άλλονε τι φυλή είναι. Εκεί ακριβώς ήρθε και ο πρωταμάγειρας.
Λέει... Μας είδε κει πέρα.
Λέει «Καλημέρα». Με το «Καλημέρα», «Καλημέρα σας» είπανε όλοι βέβαια, γιατί ήτανε όλοι Έλληνες. Μπήκαμε μέσα.
Το μόνο που είπε «Ποιος ήρθε πρώτος;» Λέω «Εγώ». Μας πήρε τα στοιχεία και μας έγραψε σε όλους το όνομα. «Εσάς» λέει «Θα σας πάρω το όνομα
και αν εις περίπτωση συμβεί κάτι με το παιδί εδώ» λέει «Θα σας τηλεφωνήσουμε». «Εντάξει».
Έτσι κι έγινε. Έφυγε. Εκεί που πήγαμε λοιπόν μου λέει ο...
αφού φύγαν όλοι «Τους κράτησες τα ονόματα και τα τηλέφωνα;».
Αφού πήγαμε μου λέει «Να σου δώσω τα ρούχα απ’ τη ντουλάπα ν’ αλλάξεις».
Πράγματις έτσι έγινε. Και μου λέει εν τω μεταξύ πριν, πριν όλα γίνουν αυτά που σου λέω, επήγαμε στην κουζίνα και μου λέει «Αυτή είναι η δουλειά σου».
Και ήτανε μία γωνία μπασκέτες, μπασκέτες με πιάτα. Την ώρα που τα είδα λέω «Τώρα αυτά εδώ θα ψοφήσω εγώ να τα πλύνω».
Αλλά εν πάση περιπτώσει αυτός μου λέει «Άλλαξε κι εγώ πάω μπροστά να ανάψω τη φωτιά».
Αλλά εγώ τα είδα τα πιάτα, φοβήθηκα και γύρισα πίσω για να φύγω. Αλλά η πόρτα ήτανε να πάω από μπροστά, γιατί πίσω δεν
είχα κάνει έλεγχο πού είναι η πόρτα και πού μπορώ να βγω, γιατί ήμουνα φρέσκος εε.
Πάω, λοιπόν, να φύγω μου λέει εεε μου λέει ο Παύλος «Πού πας;». Λέω «Πάω να φύγω. Τι εγώ θα κάτσω να πλύνω αυτά τα πιάτα;».
«Όχι» μου λέει. «Έλα εδώ» μου λέει «Δεν είν’ τίποτα».
Τελικά εν πάση περιπτώσει είχε αυτόματο μεσίνι. Όταν άναψε τη φωτιά, γύρισε πίσω στην κουζίνα, στην κουζίνα, ναι, μου ’δειξε τι ακριβώς να κάνω.
Είχε αυτόματο μεσίνι. Τα ’βανες εκεί και χλαπ τα ’παιρνε και ’φευγε. Αυτό ήτανε για κει και έκατσα σαράντα μέρες.