Συζητήσεις
Γυναίκα περιγράφει πώς την προσέγγισε ο σύζυγός της και αναφέρει τις συμβουλές
του αδελφού της.
ΕΡ.: Και μου είπατε ότι παντρευτήκατε τον άντρα σας, πού
τον γνωρίσατε;
Μ.Τ.: Δεν τον εγνώρισα, με γνώρισε.
ΕΡ.: Πότε (Γέλια);
Μ.Τ.: Δούλευα στο νοσοκομείο και η αδελφή της
σπιτονοικοκυράς που μέναμε,
ήτανε από την Καστοριά, η Κατίνα η φίλη μου, και εκεί είχε δωμάτιο και
μείναμε. Ε είχε πάρτι, και ήθελε, εγώ έκανα ωραίες δίπλες. Και ήθελε
να πάω με την Κατίνα, μα φτιάξω εγώ δίπλες και να σερβίρουμε. Είχε
πενήντα άτομα. Εγώ είχα φρεσκοπάει εκεί στον Καναδά, δεν γνώριζα
κανέναν. Γνώριζα τον πάτερ Σαλάμη και τον συγχωρεμένο τον Αντρέα,
ο οποίος ήτανε και δάσκαλος της κόρης μου και ήτανε και ψάλτης. Δυο
τρία άτομα ήξερα και την οικογένεια. Λοιπόν, εκεί ήτανε ο άντρας μου,
ήτανε φίλοι με την οικογένεια αυτή. Με είδε αλλά δε μου είπε τίποτα.
Κατόπιν είπε στη σπιτονοικοκυρά «Η κοπέλα η μελαχρινιά με τα σγουρά
μαλλιά παντρεύεται;» λέει «Να τη ρωτήσω αλλά δεν πιστεύω» του λέει
«Τώρα έχει έρθει από την Ελλάδα». Τέλος πάντων, έμεινε εκεί. Ο Γιώργος όμως με
παρακολουθούσε αλλά εγώ δεν τον ήξερα. Και να τον έβλεπα
μετά δεν τον ήξερα. Τέλος πάντων, όταν είπε να πάμε να συζητήσουμε
μου λέει η Αγλαϊτσα αυτή που έφτιαχνε το προξενιό, μου λέει «Πήγαινε
συζήτησε και άμα δεν σου κάνει» μου λέει. Τίποτα αν είναι καλός άνθρωπος, αν
κάνει για οικογένεια και λοιπά. Πιάνω τον αδερφό μου, είχαμε
μεγάλη οικειότητα, ήμαστε πολύ φίλοι, και του λέω «Πάμε» συγνώμη,
αυτό κι αυτό του λέω. Μου λέει «Κοίταξε να δεις, πήγαινε» μου λέει
«Άνοιξέ του ορισμένα θέματα και αν απαντά και νομίζεις ότι είναι για
τη ζωή σου, πέσε ναι, αν είναι όμως, καταλαβαίνεις ότι δεν πηγαίνει,
πέσε όχι». Και μου λέει τώρα ο αδερφός μου μου λέει «Κοίταξε απάνω
στην τραπεζαρία, βάζεις δέκα ειδών φαγητά, και τα κοιτάς και διαλέγεις,
μπορεί να είναι ψητό, μπορεί να είναι και σαλάτα, έτσι και ο άντρας είναι
στην τύχη», μου λέει. Αλλά δοξάζω τον Θεό 55 χρόνια παντρεμένοι,
ούτε καν πέρα να περάσεις, πρωινό δεν έχω φτιάξει ποτές, τέλος πάντων.
Κατόπι πήγαμε στο σπίτι, με πήγε στο, για να να συζητήσουμε, στο ινδιάνικο
χωριό. Ιιι εγώ «Παναγία μου» λέω «Τώρα πού με πάει, νομίζει ότι
βρήκε κανά βλαχαδερό», λέω «Έχω λεφτά να πάρω ταξί». Τέλος πάντων,
πήγαμε και συζητήσαμε, ήπιανε το ένα θέμα, απαντούσε, έπιανε το άλλο,
απαντούσε. Κατόπιν, χωρίς να το καταλάβω είπα «Στην υγειά μας» κι
έβγαλε το δώρο. Είχε πάρει φραντζίσκο και μου ’δωσε το- μετά πήγαμε,
γυρίσαμε στο σπίτι, ανέβηκε απάνω να το πει και στον αδερφό μου, και
ετελείωσε. Μετά αρραβωνιαστήκαμε και μετά από έξι μήνες, στο Mother
Day, αρραβωνιαστήκαμε και στις 14 Σεπτεμβρίου, στεφανωθήκαμε.