Γυναίκα περιγράφει τις ετοιμασίες για να βγάλει την φωτογραφία που θα έστελνε
στον υποψήφιο γαμπρό.
ΕΡ.: Και εκεί μεγαλώσατε; Α.Σ.: Εκεί μεγάλωσα. Ναι. Εκεί μεγάλωσα. Εγίνηκα μέχρι
δεκαπέντε και μισό. Ε… από ’κει ήρθε κάποιος χωριανός μου, συγγενής των γονιών
μου
και… λέει στον πατέρα μου «Βρε Παντελή, ο… Γιώργης ο Σιταράς θέλει μια νύφη
για το γιον του». Κάτσε να σου τα πω τώρα απ’ την αρχή. Τώρα που τα θυμάμαι.
ΕΡ.: (Γέλια) Α.Σ.: «Τι… τι λες; Να γίνει παντρειά; Να το πω; Θέλεις να
τη μεταναστεύσεις την κόρη σου στον Καναδά;».
Ο πατέρας μου του ’πε «Θα μιλήσω με τη γυναίκα μου και θα… σου πω». Μιλήσαν με
τη μάνα μου, συμφωνήσανε, αλλά ’μένα δε μου ’παν τίποτα.
Πάνε στον πεθερό μου και λένε ότι «Ναι. Ο Παντελής συμφωνεί να δώκει την κόρην
του. Μήνυσε το, γράψε το στον Κώστα να δεις αν θέλει».
Και το μηνύσανε στον άντρα μου και… ο άντρας μου τους είπε «Θέλω μια
φωτογραφία προτού γίνει… η δουλειά».
Με παίρνουνε, με πάνε στη Χίο μέσα, με χτενίζουμε, με βγάζουνε φωτογραφία…
ΕΡ.: Χωρίς να σας… Α.Σ.: Αλλά δε μου ’πανε τι είναι… αυτό το πράγμα.
Αφού τη στέλνουνε τη φωτογραφία στον Καναδάν εδώ και ο άντρας μου λέει ότι
«Ναι. Θέλω».
Τότες μου λέει η μάνα μου «Έλα να σου πω κάτι. Λέω «Τι;». Λέει «Είδες που
’βγαλες φωτογραφία; Αυτή» λέει «Θα τη στείλομεν στον Καναδά του τάδε,
του γιου και αν σε αρέσει, να πας στον Καναδά να τον παντρευτείς». Εγώ δεν
ήξερα τίποτα. Άμα μου το ’πανε, είπα «Ναι». ΕΡ.: Ναι. Α.Σ.: Δεκαπέντε μισόν κοριτσάκι ήμουνα. Ούτε [...] δεν…
δηλαδή δεν εκαταλάβαινα.
Δεν εκαταλάβαινα ότι… Ε έστειλεν ο άντρας μου και… αφού έπρεπε μου λέει
«Πρέπει να πας. Για να μην πάει κι ο αδερφός σου φαντάρος.
Να προλάβεις να του κάνεις πρόσκληση να φύγει». ΕΡ.: Γιατί; Δεν ήθελε να πάει φαντάρος; Α.Σ.: Όχι. δεν ήθελε να πάει. Ήθελε να ’ρθκει εδώ να
δουλέψει.
Αλλά η κατάληξη ήτανε να με βγάλουνε εμένανε από το σπίτι μας να φύγω κι ο
αδερφός μου και φαντάρος να πα και να παντρευτεί.
Και με στείλαν’ εμένα εδώ. Και ευτυχώς, κοπέλα μου, εδώ που τα λέμεν τώρα,
αφού τα γράφει κιόλας, να τα ξέρει ο κόσμος και πέτυχα και καλόν ανθρώπο.
Μα να ’ρθεις δεκαπέντε μισό... χρονώ... στον Καναδά. ΕΡ.: Πω πω πω! Α.Σ.: Να μην εξέρεις κανένα. Κανένα απολύτως. Κι εκείνο
που σας λέω που τον εθυμάμαι, τον εθυμάμαι από με πιο μικρό. ΕΡ.: Ναι. Ναι. Α.Σ.: Γιατί κι εγώ ήμουνα πέντε χρόνια πιο μικρή από
κείνονε. Ε! Και όμως ήρθα. Αλλά δεν… δεν… ας πούμε δεν έκανα… δεν εμετάνιωσα.