Γυναίκα περιγράφει πώς ένιωσε στην καινούρια χώρα.
ΕΡ.: Και πώς, πώς ένιωσες όταν πρωτοήρθες εδώ; Ξέρω ότι
δεν σ’ άρεσε. Μα τι, τι ένιωσες όταν πρωτοήρθες;
Ε.T.: Σαν χαμένη. (Γέλια) Σαν σαν... Όπως και βέβαια ήμαν
σ’ έναν ξένο τόπο.
ΕΡ.: Ναι.
Ε.T.: Αλλά αισθανόμουνα σαν χαμένη λες και χάθηκα.
ΕΡ.: Δηλαδή; Σαν...
Ε.T.: Λες και χάθηκα. Γιατί... ο τόπος ήταν ξένος, όλα
ήταν ξένα, ο κόσμος ήταν ξένος και ήμουνα μία ξένη.
ΕΡ.: Ναι.
Ε.T.: Σ’ έναν τόπο άγνωστο.
ΕΡ.: Ναι. Ναι, ναι, ναι.
Ε.T.: Και το σπουδαίο είναι ότι είχα την εντύπωση ότι θα
γύριζα πίσω. Και η αδερφή μου με το γαμπρό μου με πήγαν στον Νιαγάρα, μία-δύο
βράδια, για να δω...
ΕΡ.: Τι είναι η Νιαγάρα; Συγγνώμη.
Ε.T.: Να ιδώ... τα νερά του... τους καταρράκτες του
Νιαγάρα
ΕΡ.: Α! Niagara. Α! Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Ναι, ναι,
ναι, ναι, ναι.
Ε.T.: Που είναι ιστορικό. Και το είχανε για κάτι πολύ
σπουδαίο στην Ελλάδα οι καταρράχτες του Νιαγάρα.
ΕΡ.: Α ναι.
Ε.T.: Κι εγώ ήθελα μια που ήρθα στον Καναδά να πάω να ιδώ
τους καταρράκτες του Καναδά.
ΕΡ.: Ναι. Ναι, ναι, ναι.
Ε.T.: Επήγαμε δύο–τρία βράδια καθίσαμε. Ήταν πολύ ωραίοι
και το βράδυ γινόταν πολλά χρώματα και με εντυπωσίασε πολύ αυτό.
ΕΡ.: Ναι, ναι.
Ε.T.: Και ήταν ωραία ξενοδοχεία, ας πούμε, για τους
τουρίστες και τα λοιπά.
ΕΡ.: Ναι, ναι, ναι. Και...
Ε.T.: Το μόνο ωραίο.