Άνδρας περιγράφει τις τυχαίες συναντήσεις στον δρόμο με τους συμπατριώτες που απάλυναν το αίσθημα της μοναξιάς.
Ε.Ζ.: Μου άρεσε, όπως είπα και λοιπά, τα χρόνια όταν
ήρθαμε, ήρθα εδώ πέρα, αμέσως βγήκα έξω στο δρόμο. Θυμάμαι στο Σαιν Λώρενς
έμενα κοντά, στη Σαιν Λώρενς, βγήκα έξω, βλέπω έναν, «Έλληνας είσαι
πατριώτη;». «Ναι, Έλληνας». «Από ποιο μέρος είσαι;». Σαν να τον ήξερα αυτό τον
άνθρωπο χίλια χρόνια και από κει σιγά σιγά δημιουργήσαμε όλες τις φασαρίες,
όλες τις δουλειές, όλα τα θεάματα αλλά πολλές φορές ότι έλεγες «Τι χορός θα
κάνει σήμερα;», «Οι Μεσσήνοι», τρέχαμε, «Θα, πάμε στους Μεσσήνιους», «Τι χορό
θα κάνουν οι Αρκάδες;». Πηγαίναμε στο ένα σπίτι, πηγαίναμε στο άλλο, δηλαδή δε
νιώσαμε ξενιτιά. Το λέω αυτό και όταν πάω στην Ελλάδα, δεν τους το λέω αυτό,
ότι εμείς οι Έλληνες του εξωτερικού, δεν ξέρω τα άλλα μέρη, αλλά το Μόντρεαλ
δε νιώσαμε ξενιτιά, δε νιώσαμε δηλαδή, η γλώσσα μας, η θρησκεία μας, η επαφή
μας όλα και τα λοιπά και με τον ξένο κόσμο γιατί μας αγαπούσε ο ξένος κόσμος.