Άνδρας θυμάται την μοναξιά που ένιωθε, καθώς ταξίδευε μόνος σε πολύ μικρή
ηλικία.
ΕΡ.: Φοβόσασταν στο πλοίο;
Γ.Β.: Στο πλοίο που ερχόμουνα στα μισά που έφτασα
ουρανό και θάλασσα, άρχισα να στεναχωριέμαι, μικρό παιδί ήμουνα και έκλαιγα
σχεδόν τον υπόλοιπο δρόμο μέχρι τον Καναδά που ήρθαμε, γιατί δεν είχα κανένα.
Δεν γνώριζα κανένα μες στο καράβι. Ήταν ένας που τον έλεγα θείο Ηλία, πήγαινε
για την Αμερική, αλλά αυτοί δεν μπορούσαν εγώ να κάθομαι μαζί τους, γιατί
αυτοί ήτανε μεγάλοι ανθρώποι κι είχαν τη δική τους κουλτούρα και παίζανε
χαρτιά στο καράβι μέσα να περνούν την ώρα τους. Κι εγώ δεν μπόραγα να κάθομαι
όλη την ώρα, αλλά την περισσότερη ώρα, την πέρναγα μαζί. και αισθανόμουνα
πολύ... απελπισμένος να το πω, γιατί σας είπα δεν ήξερα πού πηγαίνω, τι θα
συναντήσω.