Σχολιάζεται πώς η νοσταλγία για καθετί ελληνικό μπορεί να λειτουργήσει ως ανασταλτικός παράγοντας στην εκμάθηση των Αγγλικών.
Kαταδεικνύεται η δυσκολία συνεννόησης με τις δημόσιες υπηρεσίες, ιδίως με τον τομέα της περίθαλψης.
Α.Μ.: Περισσότεροι ερχόταν σε συγγενείς. Συγγενείς οι οποίοι, ας πούμε,
είχαν προηγηθεί και είχαν αρχίσει ένα μικρό εστιατόριο. Μετά μπορούσαν να συνεχίσουν εκεί
και προσαρμοζόταν ευκολότερα. Το αρνητικό στην περίπτωση είναι ότι ο κύκλος τους ήταν πολύ περιορισμένος.
Δεν αισθανόταν την άμεση ανάγκη να μάθουνε Αγγλικά και, κατ’ανάγκη, περιορίστηκε ο κύκλος τους και το μυαλό
τους δεν ξάνοιγε. Ήταν πιο δύσκολο για αυτούς να αντιληφθούν άλλες αντιλήψεις και την.. την... την ντόπια,
ας πούμε, τον ντόπιο τρόπο ζωής, την κουλτούρα, τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις της ζωής εδώ. Αυτό το...
αυτή η δυσκολία ήταν μεγάλη. Χωρίς να το καταλαβαίνουν πάντοτε. Διότι είχαν έναν κύκλο στον οποίο μπορούσαν
να λειτουργούν χωρίς να χρειάζεται να μάθουν Αγγλικά. Αλλά όταν χρειαζόταν να βγουν παραέξω, στο νοσοκομείο
ας πούμε, χρειαζότανε μεταφραστή και ήταν και λίγο κρίμα που, επειδή οι άμεσες ανάγκες ικανοποιούνταν στον
κύκλο τους, θέλανε μεγαλύτερη προσπάθεια να μάθουνε Αγγλικά. Υπήρχαν μετά προγράμματα, τα οποία χρηματοδοτούσανε
την εκμάθηση Αγγλικής σε διάφορες περιοχές. Ας πούμε εδώ κοντά επειδή ήταν Έλληνες παίρνανε, προσλαμβάνανε και Έλληνες
που ξέρανε Αγγλικά να διδάξουν και είχαν δυσκολία να βρούνε τους μαθητές που χρειαζόταν. Δεν πήγαινε ο κόσμος εύκολα.
Δεν το ένιωθε τόσο πολύ ανάγκη. Δηλαδή σαν παροικία νομίζω ότι εκεί πέσαμε έξω. Περιοριστήκαμε πολύ περισσότερο στα
δικά μας. Ήταν τέτοια η νοσταλγία να ακούσουμε Ελληνικά, να βρεθούμε σε ελληνικό περιβάλλον…