«Μα εγώ δεν θέλω...»
Γυναίκα αναφέρει πως μετανάστευσε στον Καναδά παρά την θέληση της κι εν αγνοία
της.
ΕΡ.: Και πώς ακουσατε για τον Καναδά;
Χ.Κ.: Για τον Καναδά, κοριτσάκι μου, τι να σου πω και
τι να σου λέω τώρα; Αυτό είναι το... το η χορωδία της ζωής μου. Ε, εγώ ήμουνα
δεκαπέντε χρονώ και έβγαλα το δημοτικό, βέβαια, ο πατέρας μου έλεγε να με
βάλει να μάθω μοδίστρα να ράβω, να... σαντέ, να γίνω μια μοδίστρα. Εμένα δεν
μ’ άρεσε καθόλου αλλά δεν μποράγαμε να πούμε και όχι στον μπαμπά μας. Έπρεπε
να λέμε «Ναι». Και επήγαινα στη μοδίστρα, τελοσπάντων, πήγα δεκαπέντε χρονώ.
Και όταν ήμασταν στην εκκλησία μια φορά, ήταν Χαιρετισμοί, έρχονται και μας
βγάζουν από την εκκλησία, φωνάζουν τη μαμά μου, εμένα, την αδερφή μου, πήγαμε
στο σπίτι. Ήρθε ο πεθερός μου και ήθελε ένα κορίτσι να παντρέψει το γιο του
και πήγε στον πατέρα μου. Εγώ ήμουνα μικρή αλλά ήμουν ανεπτυγμένη. Μας πήγανε
στο σπίτι να με δει ο πεθερός μου, πως’ θα μ αρέσει... ο γιος του ήτανε στον
Καναδά, να σε στείλουνε στον Καναδά. Αλλά εμένα δεν μου είπανε τίποτα. Θα
ακούσεις τώρα μια ιστορία που είναι πολύ περίεργη. Δεν μου είπανε ότι «Ξέρεις,
θα σ’ αρραβωνιάσουμε». Πήγαμε στο σπίτι, έφερε ο πατέρας μου από το καφενείο
μεζεδάκια, το ένα το άλλο, κερνάγανε ουζάκι. Με βάλανε εμένα να πάω να κεράσω
μέσα για να με δει ο πεθερός μου πως είμαι. Είμαι εντάξει; Έχω πόδια; Έχω
χέρια; Λέω στη μαμά μου «Μαμά, γιατί και έχουμε επισκέπτες απόψε; Ποιος είναι
αυτός ο άνθρωπος;». Όλα τελειώσανε. Είπανε το «Οκ» είπανε «Η ώρα η καλή», μ’
αρραβωνιάσανε αλλά δεν ήξερα όμως...
ΕΡ.: Ότι ήταν για σας;
Χ.Κ.: Ότι ήτανε για μένα. Την επαύριο που σηκώθηκε ο
πεθερός μου, τον κοιμίσαμε εκεί, τον ταΐσαμε, έφυγε, έφυγε, Μ’ αγκάλιασε, με
φίλησε. Μου λένε κιόλας «Φίλησε και το χέρι του», στην Ελλάδα το φιλούσαμε το
χέρι των γέρων.
ΕΡ.: Α, οκ.
Χ.Κ.: Έφυγε ο πεθερός μου. Όταν μετά με φωνάζει μια
γειτόνισσα που την αγάπαγα πάρα πολύ και αυτή λέει Χρυσούλα έλα να σου πω.
Πήγα, θεία Ευρυδίκη τη λέγαμε. Λέω κι εγώ «Τι θέλεις;». Λέει «Ξέρεις» λέει
«Εχθές το βράδυ σ αρραβωνιάσανε». Πράγματα δηλαδή ανηφράσιστα. Λέω εγώ «Όχι
εμένα, όχι εμένα θεία Ευρυδίκη , εγώ είμαι μικρή». Μόλις είχα γίνει
δεκαπέντε». Λέει «Ναι, μωρό μ’ σ’ αρραβωνιάσαμε και μη στεναχωρέισ’ τη μαμά σ’
και κλαις και στενα...» «Εμένα» λέω Δεν γίνεται λέω εγώ αυτό». Πήγα μέσα στη
μαμά μου, έτρεξε εγώ, εγώ, κι είχα και κάτι πλεξούδια τέτοια, με μαλλιά
χοντρά, πλεξούδες, πλεξούδια... ένα πίσω ένα μπρος πάω προς τη μαμά μου λέω
«Ρε μαμά» λέω «Η θεια Ευριδική μου είπε» -είδες έβγαλα το ζακέτο μ γιατί ξέρω
θα ζεσταθώ- ε… «Μ’ αρραβωνιάσατε;». Μου λέει η μαμά μ’ «Ναι, μουρό μ’, ναι
μουρό μ’. Θα πας στον Καναδά και θα δεις καλά και θα δεις αγαθά και θα ζεις
στο πλούτος». Εγώ «Εγώ;». Λέει «Ναι, θα πας να δεις εσύ». «Μαμά εγώ...», λέω,
«...δεν θέλω να φύγω από δω. Πώς θα φύγω εγώ από δω; Πού τον ξέρω εγώ αυτό τον
άνθρωπο; Τι άνθρωπος είναι;». «Είναι καλός, είναι... έχει λεφτά, θα ζήσεις
καλά, θα πάρ’ς τ’ αδέρφια σ’». Γι’ αυτό ήτανε να φύγω εγώ για να πάρω τ’
αδέρφια μ’. Λέγω… Τι ώρα ήταν; Τι ώρα αρχίσαμε;
ΕΡ.: Τώρα είμαστε οχτώ λεπτά περίπου.
Χ.Κ.: Εντάξει είμαστε. Και τέλος πάντων πήγα εγώ πάνω
στο σπίτι μας κι έκλαιγα και σκοτωνόμουνα. Λέει «Τώρα όμως πρέπει να σε
βγάλουμε φωτογραφία, να σε στείλουμε να σε δει ο γαμπρός. Πώς θα σ’ αρέσει ο
γαμπρός;».