Γυναίκα περγράφει τον ερχομό μελών της οικογένειας της και της οικογένειας του
συζύγου της στον Καναδά και την συγκατοίκηση μαζί τους.
Χ.Κ.: Κάθε δώδεκα μήνες! Κάθε δώδεκα μήνες! ’66, ’67
και ’68 τρία αγόρια και ένα κορίτσι το ’72. Ναι.
ΕΡ.: Δούλευες ανάμεσα όταν είχες τα παιδιά ή έμενες
σπίτι;
Χ.Κ.: Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι. Έμενα στο σπίτι.
ΕΡ.: Αυτά τα χρόνια που είχες τα παιδιά, τα πέντε
χρόνια, δε δούλευες.
Χ.Κ.: Όχι. Τα πιο πολλά δεν δούλεψα, γιατί μέχρι που
πήγε και το μικρό μου στο σχολείο δεν πήγα. Δεν τ’ άφησα τα παιδιά.
Δεν τ’ αφήσαμε σε... Είχαμε δύσκολα χρόνια, γιατί ο άντρας μου δεν είχε
δουλειές, δεν είχε… εργάτης ήτανε, αλλά είχαμε δυσκολίες. Αλλά κάθισα και τα
μεγάλωσα τα παιδιά μου.
ΕΡ2.: Και είχατε δικό σας σπίτι; Νοικιάζατε;
Χ.Κ.: Όταν ήρθε ο άντρας μου είχε αγοράσει σπίτι με
την αδερφή του μισό-μισό και μέναν όλοι μαζί.
Μετά ήθελε να φέρει την πεθερά της, τον πεθερό της απ’ την Ελλάδα και φύγαμε
εμείς και πήγαμε ένα χρόνο στο ενοίκιο και κρατήσανε εκείνοι το σπίτι και
πήραμε δικό μας σπίτι.
Ε, μετά γεννηθήκαν εκεί τα παιδιά. Ήταν μικρό το σπιτάκι, two bed… two
bedrooms σπίτι. Κι έφερα τ’ αδέρφια μου, γιατί αυτό ήταν το deal.
Έπρεπε να ’ρθω εγώ και να φέρω την οικογένεια εδώ.
ΕΡ2.: Πότε τους έφερες;
Χ.Κ.: Το… Όταν ήρθα εδώ, βάζω την πρόσκληση του
μεγάλου του αδερφού μου και τον έπιασε ο στρατός και δεν μπορούσε να έρθει.
Τον έπιασε, δεν μπόρηγε να φύγει. Αμέσως βάλαμε του δεύτερου και ήρθε ο
δεύτερος αδερφός μου. Θα ήρθε το ’61… ’63 νομίζω ήρθε ο Σωκράτης και μετά
τελείωσε ο Παναγιώτης
με το στρατό και του βάζουμε την πρόσκληση και έρχεται με την αδερφή μου, οι
δυο τους και έμεινε ένας πίσω στην Ελλάδα. Τους είχα εγώ όλους στο σπίτι μου.
Σε δύο υπνοδωμάτια μέσα. Όλο το σπίτι ήτανε γεμάτο δωμάτια. Στο σαλόνι, στο
τραπεζαρία, στο basement. Κρεβάτια. Κρεβάτια γεμάτο ολούθε. Ε, τέλος πάντων
φέραμε μετά και τον μικρό.
Μετά νοικιάσανε τα παιδιά φύγανε, γιατί κι εγώ είχα πια παιδιά. Φέραμε και την
πεθερά και τον πεθερό, δύσκολα χρόνια. Πιο δύσκολα ακόμα!
ΕΡ2.: Γιατί ήταν δύσκολα με την πεθερά και τον πεθερό;
Χ.Κ.: Ε… Αλλά τώρα είναι καλοί οι πεθεράδες και οι
πεθεροί.
Πρώτα οι πεθεράδες και οι πεθεροί ήτανε τα… ήταν τ’ αφεντικά. Ήτανε τ’
αφεντικά. Τέλος πάντων!
Ε, τους είχα εγώ, στο δικό μας το σπίτι μένανε και η πεθερά κι ο πεθερός, αλλά
η ευλογία του Θεού τα έφερε και μετά από δυο-τρία χρόνια
έφυγε η κουνιάδα μου στο Τορόντο και τους ξεσήκωσε και τους πήρε στο Τορόντο
και μείναμε εμείς μόνοι μας. Να συνηθίσουμε κι εμείς. Δύσκολα! Τέλος πάντων...
Πάει κι αυτό!