Γυναίκα περιγράφει τις αναμνήσεις της από την Πάρκ Αβενιου ως έφηβη μεταφέροντας το αίσθημα φόβου και ντροπής στο πλαίσιο των συναντήσεων της με τους Έλληνες που σύχναζαν εκεί.newcomers ΕΡ.: Και σας ρώτησα, πριν φτάσουμε στο κομμάτι αυτό, σας
ρώτησα πώς ήτανε εκείνη την εποχή η Park Avenue και έτσι ξεκινήσατε να μου
λέτε ότι πήρατε το 129 και πηγαίνατε...
I.M.: Ναι, ναι, ναι, ναι Park Avenue. Ήταν πάρα πολλοί
Έλληνες. Σαν μικρό παιδί ήμουνα... δεν την... δεν... δε θυμάμαι πολλά πράγματα
εκτός τη... ήτανε πολλοί Έλληνες αλλά σαν... σαν έφηβη ήτανε πολύ δύσκολο,
γιατί κάποιος ήξερε τη μάνα μου, κάποιος ήξερε τον πατέρα μου, καλά ο πατέρας
μου κάποιος... πολύ λίγοι ξέραν τον πατέρα μου αλλά κάποιος ήξερε τη θεία μου,
κάποιος ήξερε την άλλη μου θεία, τους θείους, είχαν γίνει και πολλοί, οπότε
όταν περπατούσα στο, στην Park Avenue, είχε και πολλά μπιλιάρδα, είχε κάνα δυο
τρία από τη Mont royal μέχρι τη Saint Joseph, πρέπει να είχε δυο τρία...
ΕΡ.: Ναι ε;
I.M.: Ναι. Σαν κοριτσάκι δεκαέξι χρονών που ήμουνα και
περπατούσα με φωνάζανε ‘Susie’. Σφυράγανε ‘Susie’, ξέρω ’γω δεν ξέρανε πως
ήμουνα Ελληνίδα ή οτιδήποτε και μου ’χε κάνει εντύπωση και αισθανόμουνα έτσι
ξέρεις out disgusted ήμουν λίγο δηλαδή πως τολμάει ο άλλος να σου μιλήσει
έτσι; How dare he? Ξέρεις πώς τολμούσε; Και δεν μ’ άρεσε και πρόσεχα γιατί
έλεγα άμα μάθει η μάνα μου τίποτα και το πει στον πατέρα θα με σκοτώσει και
ήμουνα προσεχτική.