Άνδρας εξηγεί τους λόγους που δεν πίεσε τα παιδιά του να μάθουν ελληνικά.
ΑΝ.: Αλλά δυστυχώς τα παιδιά μου δε μάθαν τα ελληνικά που
έπρεπε
να μάθουνε.
ΕΡ.: Πώς και...;
ΑΝ.: Κοίταξε. Την εποχή που... τη την εποχή που
πηγαίναμε μεις, εε...
κατά πρώτον τα παιδιά μου, όταν πήγανε στο σχολείο, παρόλο που είναι
γεννημένα εδώ δε μιλούσαν εγγλέζικα. Ελάχιστα. Μιλούσαν ελληνικά.
Και... επειδής πίστευα ότι δε πρέπει να γίνουμε ποτέ γκέτο, δε τα πίεσα
τόσο πολύ. Ναι μεν πήγαιναν τ’ απογευματινά σχολεία. Τ’ απογευματινά
σχολεία τα τελειώσανε στα ελληνικά... ε... διαβάζανε, μιλούσανε, αλλά
ποτέ δε τα πίεσα. Κι είναι σφάλμα, το βλέπω τώρα οτ’ ήτανε σφάλμα.
Δε τα πίεσα τόσο πολύ, γιατί ξέρω κάτι γνωστούς που είχανε βάλει τ’
Ελληνικά πάνω απ’ όλα... εεε ... κι έχουνε γαλουχήσει τα παιδιά
τους Έλληνες όχι... Έλληνες και όχι Καναδέζους. Και είναι τρομερό
πρόβλημα αυτό.
ΕΡ.: Με ποιο τρόπο;
ΑΝ.: Ε, ποιο τρόπο; Γιατί είσαι γεννημένος μεγαλωμένος
εδώ και δε σκέπτεσαι τον Καναδά, σκέπτεσαι την Ελλάδα. Πέρνώ απ’ το σύλλογο
Κρητών,
βλέπω τα παιδιά νεολαία, τριάντα σαράντα χρόνω, το μόνο που τους ενδιαφέρει
είναι να φορέσουνε μαύρο πουκάμισο, να πιουν τσικουδιά, να πάνε
στην Κρήτη κάθε καλοκαίρι και να χορέψουνε. Τελείως από... απομονωμένοι
και αποκομμένοι.
ΕΡ.: Ναι, ναι, ναι.
ΑΝ.: Και... γι’ αυτό δεν είχα πιέσει τόσο πολύ τα
παιδιά. Το μετάνιωσα
τώρα, έπρεπε να μάθουνε παραπάνω. Δε μάθανε. Δε πειράζει. Τι να
κάνουμε; Του λέει τώρα.