Άνδρας περιγράφει πως παρόλο που είχε όλες τις ανέσεις, ένιωθε πως ήταν σαν
πουλί σε χρυσό κλουβί.
Δ.Χ.: Και yeah ήτανε… ήτανε ωραία ζωή. Ήταν εύκολη
ζωή. Είχες ανέσεις, τις είχες και τώρα... τις έχεις, αλλά εγώ το... το λέω
είμαστε σαν… σαν… σαν πουλιά σε χρυσά κλουβιά! Τα ’χεις όλα, αλλά δε μπορείς
να πετάξεις πουθενά. Για να πας κάπου να πιεις έστω έναν καφέ, να μιλήσεις
με... δεν είχε αυτό το... το περιβάλλον. Και... κι εμείς όταν ήρθαμε, ήμασταν
συνηθισμένοι με άλλα. Ήμασταν συνηθισμένοι να πάμε στη θάλασσα, να… Eδώ για να
πας σε θάλασσα ή να πας σε βουνό... τότε κι άμα δεν οδηγούσες, έπρεπε να βρεις
κάποιον που είχε αυτοκίνητο και να ’χει μικρή οικογένεια για... για να σε
χωρέσει κι εσένα μέσα. (Γέλια) Και τότε ναι. Και τότε βάζαμε καμιά εικοσαριά
μέσα και ποιος… κανένας δεν του ’νοιαζε αν είχε seatbelts ή όχι. (Γέλια)
Πηγαίναμε και γυρνάγαμε. Δε... Ποτέ δεν πέρναγε αυτό στο μυαλό μας. Ναι. Yeah.
Αλλά ήμασταν… δεμένoι όλοι, όλη η ελληνική παροικία. Είχε… είχε κάτι... είχε
κάτι όμορφο. Είχε κάτι όμορφο. So, κι αυτό είναι που... I guess, μας βοήθησε
λίγο να το... να το... να το συνηθίσουμε. Ε;