Γυναίκα περιγράφει την πρώτη φορά που συνάντησε τον μελλοντικό σύζυγό της στο
αεροδρόμιο.
X.K. Την τσάντα, το παλτό μου, τα τακουνάκια μου...
εκεί... Χιόνια! Χιόνια που είχε! Τώρα δεν έχει πολλά χιόνια. Πήγα και ήτανε ο
γαμπρός στην πόρτα με μιαν ανθοδέσμη λουλούδια, τριαντάφυλλα. Και ήτανε όμως
και η αδερφή του, δυο αδερφάδες είχε εκείνος εδώ. Και είχε και... ο γαμπρός
του. Κάτι ανήψια. Τέλος πάντων. Ε, πως να μου φάνηκε; Τι να πω πως; Καλό. Έτσι
που τον εφανταζόμουνα, που από την πεθερά μου που μου έλεγε κι αυτό, πιο καλός
μου φάνηκε. Ήτανε καλός. Δεν ήταν αψηλός, δεν ήταν αυτό. Είχε ένα μουστάκι και
δεν μου άρεσε. Ωχ, Παναγία μου. Ωχ, Παναγία μ'! Δεν μ΄ άρεσε καθόλου. Και
φόραγε και ένα καπέλο, ένα ρεπούμπλικο... τέλως πάντων. Ε, πήγαμε στο σπίτι,
είχανε μαγειρέψει η κουνιάδα μου. Φάγαμε. Ωραία ήτανε. Ε, και σε είκοσι μέρες
παντρευτήκαμε. Ήτανε δύσκολα όμως.