Οι πόλεμοι
Γυναίκα εξηγεί τους λόγους, για τους οποίους μεταναστευσε ο πατέρας της στον
Καναδά.
Π.Π.: Αυτό δε θα σ’το πω αλλά θα σου πω ότι μόλις
ήρθαμε στο Καναδά το 1957, ήμουνα, μόλις άρχιζα να είμαι teenager, πώς το
λένε;
EP.: Οπότε, δεν ήρθες μόνη σου;
Π.Π.: Αυτό δε θα σ’το πω αλλά θα σου πω ότι μόλις
ήρθαμε στο Καναδά το 1957, ήμουνα, μόλις άρχιζα να είμαι teenager, πώς το
λένε;
EP.: Οπότε, δεν ήρθες μόνη σου;
Π.Π.: Εμείς εδώ πέρα στη Regina ήρθαμε κατευθείαν στη
Regina αλλά ο μπαμπάς μου ήρθε το 1954 γιατί είχαμε μεις συγγενείς και δω και
στο Saskatoon, Και πήγε στο Saskatoon ο μπαμπάς, και μετά από δυο χρόνια
κανόνισε ότι ήθελε να φέρει και την οικογένεια. Είχαμε τότε η μαμά 5 παιδάκια.
Εγώ ήμουνα πιο μεγάλη, μετά είχα το Κωνσταντίνο τον αδερφό μου, τον Ευθύμιο,
την Ελευθερία και τη Μαρία. Η Μαρία ήτανε, γεννήθηκε έπειτα που έφυγ’ο
μπαμπάς, το 55 να πούμε. Ήταν έγγυος η μαμά. Και γι’αυτό μας έφερνε όλους
μαζί, που ήτανε πολύ σημαντικό, γιατί δεν ήρθαμε μόνα μας. Ήμαστουνε νομίζω ή
μόνη οικογένεια εδώ πέρα στη Regina που ήρθαμε σαν οικογένεια. Οι άλλοι είχανε
όλοι έρθει δεκαεφτά δεκαοχτώ δεκαεννιά χρονών, είχανε να, ήτανε μόνοι τους.
Και θυμάμαι πολλές φορές τα Χριστούγεννα – μου το’πανε μετά εμένα οι ΄Ελληνες
δω πέρα – μόλις ερχόντουσαν να πούνε τα κάλαντρα, λέει «Μόλις ερχόμασταν στο
σπίτι σας και βλέπαμε όλη την οικογένεια μαζί δίπλα στο τζάκι, επάνω στη
φωτιά, ήμάστουνε κι εμείς». Τους θυμίζαμε τους δικούς μας, λέει. «Ήμαστουνε
lonely», λέει. Κατάλαβες; ΄Ητανε μόνοι τους οι καημένοι. Και γι’αυτό και μεις
νομίζω προχωρήσαμε λιγάκι διαφορετικά, γιατί είχαμε, είχαμε το μπαμπά και τη
μαμά να μας, να μας υποστηρίξουν, να μας βοηθήσουν, ναι, να μας σπρώξουνε
λιγάκι να πάμε στο σχολείο, και δεν είχαμ’ανάγκη να πιάσουμε και δουλειά
αμέσως.
EP.: Ναι, βέβαια, ο...
Π.Π.: ΄Ημαστουνε πολύ τυχερά που ήρθαμε όλα μαζί και
ήμαστουνε μαζί πάντοτε.
EP.: Να κάνω κάποιες ερωτήσεις για τους γονείς πρώτα,
συνοπτικά. Ο πατέρας σου ακούγεται ότι είχε έτσι μια καλή δουλειά στην, στην
Ελλάδα.
Π.Π.: Ναι.
EP.: Πώς πήρε την απόφαση να έρθει στο Καναδά;
Π.Π.: Είχε το πόλεμο. Μόκις παντρεύτηκε η μαμά κι ο
μπαμπάς, άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αμέσως ο μπαμπάς πήγε στο πόλεμο.
Μετά, μόλις ξαναγύρισε, ξέρετε, η Ελλάδα ήταν και φτωχή μετά τον πόλεμο,
αρχίσανε με τους αντάρτες. Οι άνδρες είχαν να κρυφτούνε, οι γυναίκες
φοβοντούσανε μη τους χάσουνε και κοίταξε εκεί χάμω και είπε «Το χωριό το’χανε
κάψει οι αντάρτες, και τα παιδάκια μου τι θα κάνουν δω χάμω;». Η, του μπαμπά η
οικογένεια ήανε όλη στην Αθήνα, αλλά για ναπάνε στην Αθήνα με 5 παιδιά... Και
εκεί πέρα στην Αθήνα τι ήτανε; Τα ίδια. Είχανε φασαρίες και εκεί πέρα στην
Αθήνα και φτώχιες, και, να πούμε, τη Κατοχή το παπού μου, το μπαμπά του μπαμπά
μου η γιαγιά μου τον έστειλε στο Καστρί, στον ΄Αγιο Νικόλα. Του λέει «Καλύτερα
να’σαι εκεί χάμω, γιατί ό,τι τρώνε κι άλλοι να τρως κι εσύ. Αλλά εμείς δω χάμω
στην Αθήνα δεν έχουμε να πάρουμε, δεν έχουμε λεφτά να πάρουμε και δεν μπορούμε
να πάρουμε πράγματα». So, ήτανε πιο καλύτερα στο χωριό απ’ό,τι ήτανε στην
Αθήνα για μερικούς. Και μετά ο μπαμπάς κανόνισε με 5 παιδάκια «Καλύτερα να πάω
κι εγώ». Ε, είχαν ακούσει στο Καναδά και στην Αστραλία πηγαίναν ο κόσμος,
κάνανε χρήματα και γι’αυτό νόμιζε κι αυτός «Κι εγώ να πάω κάπου να ειδώ μήπως
κάνω λίγα λεφτά και ξαναγυρίσω» αλλά μόλις ήρθε δω πέρα κατάλαβε τα χρήματα
δεν είναι τόσο εύκολα να τα κάνεις. ΄Αρχισε και έπλενε πιάτα για το ξαδερφό
μου στο Saskatoon, που είχε αυτός εστιατόριο, και μετά έγινε και μάγειρας,
αλλά δεν μπορούσε να κάνει τόσα πολλά λεφτά να ξαναγυρίσει πλούσιος στην
Ελλάδα, so, και τα παιδιά του τώρα μεγαλώνανε να παν στο σχολείο, γι’αυτό
κανόνισε να μας φέρει εδώ πέρα. Η μαμά δεν ήθελε να έρθει και πάρα πολύ,
γιατί’τανε και κείνη, δεν ήξερε τι θα βρούμε μπροστά μας εδώ πέρα.