Γυναίκα πληροφορήτρια περιγράφει την απόγνωση που ένιωσε φτάνοντας στο λιμάνι
του Χάλιφαξ μην μπορώντας να επικοινωνήσει με τον σύζυγό της που βρισκόταν στο
Μόντρεαλ.
ΑΝ.: Και μετά φτάσαμε στο... στο Halifax. Κι η πρώτη
μου σκέψη τι ήτανε; Να πάρω τηλέφωνο και να του πω ότι φτάσαμε. Ούτε είχα
ρωτήσει ποτέ μου... Εντάξει ήξερα γιατί δεν είμαι... Είχα... είχα πάει σχολείο
ήξερα που είναι το Halifax και που είν’ το Montreal, αλλά δεν είχα υπόψη μου
ποτέ ότι υπάρχει... κωδικός τηλεφώνου, γιατί δεν είχα φύγει ποτέ έξω από την
Αθήνα. Οπότε που να ξέρω ότι υπάρχει κωδικός τηλεφώνου. Παίρνω λοιπόν τηλέφωνο
και βγαίνει ένα... η operator και γυρίζει και μου λέει «Αυτός ο αριθμός που
παίρνετε είναι λάθος!» και της λέω «Μα ο άνδρας μου είναι στο Montreal!» και
μου λέει «Τότε πρέπει να αλλάξετε κωδικό και να πάρετε άλλον κωδικό». Μου
έδωσε τον κωδικό εκείνον, πήγα να τον πάρω, δεν ήτανε, δεν απάντησε. Δεν
υπήρχε κινητά τότε τηλέφωνα. Πιθανόν να ήταν η ώρα που... δε δούλευε. Γιατί
μου είχε δώσει το τηλέφωνο της δουλειάς του. Και... θυμάμαι ότι πήρα τη
Σαββίνα μου και κάθισα στην... εκεί ρώτησα που είναι τα πράγματά μας όλα και
μου δείξανε που βρίσκονται και πήγα... γιατί μου ’πανε ότι είναι στο όνομα
[...], γιατί αυτό ήταν το όνομα του αντρός μου που κρατούσα τότε. Και πήγα και
τα είδα και λέω «Πώς θα τα κατεβάσω εγώ αυτά από κει πέρα πάνω;». Νόμιζα ότι ο
καθένας μας πρέπει να πα’ να πάρει τα πράγματά του. Δεν ήξερα που θα μπούνε,
πως θα τα βάλουμε, δεν είχα ιδέα. Κι αυτή τη φορά αισθάνθηκα ένα τέτοιο...
φούσκωμα μέσα μου κι είπα «Τι γυρεύω εγώ εδώ;» Και κάθισα κάτω στο πάτωμα.
Ήτανε (Γέλια) ένα γκρίζο πάτωμα μέσα εκεί που ήτανε όλο το... το τελωνείο
φαντάζομαι. Κι ο κόσμος πήγαινε ερχόταν το ’να τ’ άλλο. Πήρα τη Σαββίνα μου
αγκαλιά και άρχισα να κλαίω. Γιατί δεν ήξερα... που βρίσκομαι και τι θα κάνω
και που θα πάω. Τελικά, είπανε... με είδε μία κυρία, η οποία ήτανε... θα
πρέπει να ήτανε... που βοηθούσε και... ήρθε και... και μου είπε «Έλα μέσα!».
Εντωμεταξύ η Σαββίνα ήτανε πτώμα το καημενάκι, η οποία είχε και κοκίτη. Ήταν
άρρωστη κι είχε και κοκίτη. Και πήγαμε, με βάλανε... της δώσανε μπισκοτάκια
και γάλα για να πιει την... και είχανε κάτι μικρά κρεβατάκια την έβαλαν και
κείνη να κοιμηθεί. Κι εγώ καθόμουνα εκεί και μου μιλούσε για να περάσει λιγάκι
αυτό... αυτό το overwhelm, αυτό το πράγμα που αισθανόμουνα που δεν ήξερα τι
μου γινότανε.