Άνδρας περιγράφει το άγχος που ένιωσε αντικρίζοντας την πόλη του Βανκούβερ από
το αεροδρόμιο.
Ν.Χ.: Εε... η η πρώτη μου... σκέψη, όταν φύγαμ’ απ’ τ’
αεροδρόμιον, γιατ’ είχε σκοτεινιάσει κιόλας, και φεύγοντας απ’ τ’ αεροδρόμιον
και βλέπω κείνη την... την νότιον πλαγιά εκεί πέραν, εκείν’ τα φώτα, εκείν’
την πόλη, ν’ απλώνεται η πόλις απ’ τη μια πλευρά μέχρι την άλλη και μετά
ανεβαίνοντας στο... στο ύψωμαν εδώ πέρα, να βλέπεις την υπόλοιπην [...] εκεί
πέρα... και λέω «Παναγία μου», λέω εγώ. «Πότε θα μάθω την πόλην, να κινηθώ εδώ
πέρα, να πάω, να ψάξω δουλειά, να κάνω;».